Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012


Τα "τσιεκκούθκια" και η TINA.

Η ΤΙΝΑ είναι δημιούργημα της Θατσιερ.  Του ακραίου νεοφιλελευθερισμού που πέρασε στο DNA μας και κατάφερε να φέρει την αριστερά στο χείλος της καταστροφής. Διαβάστε το πιο κάτω διαμάντι. 

Τα "τσιεκκούθκια" αναφέρονται στην απρονοησία της αριστεράς στην Κύπρο που εν μέσω παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης απέτυχε να προβλέψει και να πάρει τα ελάχιστα μέτρα που είχε στη διάθεση της. Τα "τσιεκκούθκια" δεν αναφέρονται στον εργάτη που μετά που 40 χρόνια κοπιαστικής δουλειάς και προσφοράς τώρα σε τρίτη ηλικία έπρεπε να απολαμβάνει τους κόπους του και όχι να πηγαίνει στα νοσοκομεία για περίθαλψη και να του λεν οι νοσοκόμες να φέρει και την "πατανία" του!! Αναφέρονται όμως στο διαμοιρασμό του κόπου του εργάτη με απερίσκεπτο τρόπο, ξένο προς την αριστερή προνοητικότητα και περισυλλογή, σε πολλούς καιροσκόπους "μουχτιτζίες", ντόπιους και ξένους που κατέκλυζαν την Κύπριο επί σειρά ετών.

Διαβάζοντας το άρθρο δεν μπορούμε παρά να δούμε και τη δική μας αριστερά ανάμεσα στις γραμμές.

(Η μετάφραση είναι δική μου σε περίπου ελεύθερο στυλ. Για αυτούς που προτιμούν την αγγλική εκδοχή βρίσκετε εδώ http://www.social-europe.eu/2012/03/austerity-policies-in-europe-there-is-no-alternative/ αλλά χρειάζεται γερά αγγλικά).


"Πολιτικές λιτότητας στην Ευρώπη: δεν υπάρχει εναλλακτική λύση
του Asbjorn Wahl από το Global Labour Journal: Vol. 3: Iss. 1, p. 191-193. (μετάφραση από τον ύποπτο δίχως άδεια).

Ένα από τα περίφημ
α συνθήματα της Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν «There is no Alternative» (δεν υπάρχει εναλλακτική λύση), γνωστό επίσης και ως ΤΙΝΑ. Για τη Θάτσερ αυτό ήταν ένα σύνθημα κανονιστικό, ένα μέρος της πολιτικής και ιδεολογικής πάλης της. Ήθελε να πείσει τους ανθρώπους ότι οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές της ήταν η μόνη δυνατή λύση, άλλες εναλλακτικές λύσεις έχουν μείνει στα «σκουπίδια» της ιστορίας. Η χρήση της ίδιας διατύπωση στον τίτλο αυτού του άρθρου δεν είναι κανονιστικού χαρακτήρα, αλλά μάλλον περιγραφικού. Περιγράφει την πραγματικά υφιστάμενη πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη σήμερα. Περιγράφει την τεράστια πρόκληση που αντιμετωπίζει το συνδικαλιστικό και εργατικό κίνημα στην Ευρώπη. Την έλλειψη εναλλακτικών λύσεων στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας ή, για να το πω ωμά, τη βαθιά ιδεολογική και πολιτική κρίση της αριστεράς.

Το υπόβαθρο των ακραίων πολιτικών λιτότητας που τώρα επιδιώκεται σε μεγάλα τμήματα της Ευρώπης είναι
πολύ καλά γνωστό. Η οικονομική κρίση έπληξε την Ευρώπη με πλήρη ισχύ το φθινόπωρο του 2008. Για να αποφευχθεί η κατάρρευση των χρηματοπιστωτικών αγορών οι κυβερνήσεις του κόσμου παρουσίασαν τεράστια πακέτα οικονομικής διάσωσης τους. Αυτά τα πακέτα ήταν ζωτικής σημασίας για την αποφυγή της οικονομική κατάρρευση μετά που οι πολιτικές της ανεξέλεγκτη κερδοσκοπίας στις οικονομίες ήταν το κυρίαρχο παιγνίδι για μια-δυο δεκαετίες. Οι περισσότερες κυβερνήσεις πήραν τεράστια δάνεια για τη χρηματοδότηση αυτών των πακέτων, κάτι που τους οδήγησε σε μια κρίση χρέους.

Πολλοί
ανάμεναν ότι η οικονομική κρίση, με τις καταστροφικές επιπτώσεις της, θα σήμαινε το τελικό αντίο για τον νεοφιλελευθερισμό, τις οικονομίες της κερδοσκοπία και την κυριαρχία των δυνάμεων της ελεύθερης αγοράς. Αυτές οι πολιτικές οδήγησαν σε μια δραματική αναδιανομή του πλούτου - από την εργασία στο κεφάλαιο, από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και από τους φτωχούς στους πλούσιους. Το σύστημα έτσι δυσφημούνταν και τώρα οι πολιτικοί σίγουρα έπρεπε να συνειδητοποιήσουν ότι η συστηματική απορρύθμιση, οι ιδιωτικοποίησεις και ο ελεύθερης ροής καπιταλισμός είχε αποτύχει και ήταν πραγματικά καταστροφικός. Οι οικονομίες του καζίνο έπρεπε να σταματήσουν. Με άλλα λόγια, ο χρόνος είχε έρθει για τον έλεγχο και τη ρύθμιση. Πολλοί άνθρωποι πίστεψαν σε αυτή τη προοπτική.

Αλλά δεν είναι αυτό
που συνέβη. Οι κυβερνήσεις δεν αξιοποίησαν την ευκαιρία να εξασφαλίσουν τον δημοκρατικό έλεγχο και τη δημόσια ιδιοκτησία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Υπήρχαν βέβαια, στον απόηχο της κρίσης, ένας αριθμός προτάσεων σχετικά με τη ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών και την επιβολή φόρων στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Οι ελίτ όμως και οι κυνηγοί του χρήματος ήταν προφανώς νευρικοί για τις αντιδράσεις σε κάτι τέτοιο. Οι ενέργειες που ήταν αναμενόμενες από μέρους των κυβερνήσεων και που θα μπορούσαν να απειλήσουν τα συμφέροντά τους δεν εμφανίστηκαν ποτέ. Αντιθέτως οι προτάσεις που εμφανίστηκαν ήταν ήπιες και μάλιστα με αρκετή αναβλητικότητα για το μέλλον. Αυτό αποδεικνύεται από τη σύνοδο της G20 στο Τορόντο του Καναδά τον Ιούνιο του 2010, όπου η τελική δήλωση που ανακοινώθηκε, λίγο πολύ, περιέχει τις γνωστές νεοφιλελεύθερες συστάσεις σχετικά με την περαιτέρω κατάργηση των εμποδίων της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, αγαθών και υπηρεσιών.

Αντίθετα, τι έχουμε δει είναι δρακόντεια προγράμματα λιτότητας, μαζικ
ές ιδιωτικοποιήσεις του τι είχε απομείνει να ιδιωτικοποιηθεί και τεράστιες επιθέσεις στους μισθούς του δημόσιου τομέα, τις συντάξεις και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα - ιδίως στις χώρες που μαστίζονται από την κρίση. Οι συντάξεις έχουν μειωθεί έως και κατά 15-20%, ενώ το επίπεδο των μισθών στο δημόσιο τομέα έχει μειωθεί από 5% (Ισπανία) σε πάνω από το 40% (στις χώρες της Βαλτικής). Οι συλλογικές συμβάσεις και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα αναιρέθηκαν - όχι μέσω διαπραγματεύσεων με τα συνδικάτα, αλλά μέσω κυβερνητικών διαταγμάτων και πολιτικών αποφάσεων. Αυτό έχει συμβεί σε τουλάχιστον εννέα χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) (χώρες της Βαλτικής, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ελλάδα, την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία). Αν το συνδικαλιστικό και εργατικό κίνημα δεν είναι σε θέση να περιορίσει αυτή την εξέλιξη τότε βρίσκεται μπροστά σε μια αποφασιστική και ιστορική ήττα στην Ευρώπη.

Πώς
μπορεί αυτό να συμβαίνει σε ένα μέρος του κόσμου που εξέθρεψε τα ισχυρότερα και πιο μαχητικά συνδικαλιστικά και εργατικά κινήματα στον κόσμο; Γιατί η αντίθεση και αντίσταση τους δεν ήταν ισχυρότερη; Πώς γίνεται οι περισσότερες προτάσεις της ρύθμισης και ενίσχυσης του δημοκρατικού ελέγχου έχουν εξαφανιστεί σαν δροσιά πριν από τον ήλιο; Και ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι πολλές από τις τεράστιες επιθέσεις στις δημόσιες υπηρεσίες, τους μισθούς, τις συντάξεις και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα πραγματοποιήθηκαν από σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις - στην Ελλάδα, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία - έως ότου όλοι εκδιώχθηκαν από τα κυβερνητικά γραφεία τους από τους απογοητευμένους ψηφοφόρους για να αντικατασταθούν από δεξιές κυβερνήσεις;

Αυτό έχει να κάνει με τις σχέσεις εξουσίας στην κοινωνία και τη βαθιά πολιτική κρίση
της αριστερά. Οι κοινή λογική δεν επικράτησε ούτε στην ισορροπία των δυνάμεων μεταξύ των εργατών και του κεφαλαίου αλλά ούτε και στις αποφάσεις για τις «λύσεις» που επιλέχθηκαν. Αν είχε επικρατήσει η κοινή λογική θα είχε σταματήσει η χωρίς νόημα οικονομία της κερδοσκοπίας με κανονισμούς και ελέγχους, με την απόκτηση και τον δημοκρατικό έλεγχο των τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, με την απαγόρευση των ανοικτών πωλήσεων (short sales), των hedge funds και των διαφόρων υψηλού κινδύνου συναλλαγών, δηλ. τα λεγόμενα χρηματοοικονομικά μέσα. Κάποιος θα είχε περιορίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων πέραν από τα εθνικά σύνορα, θα ανέτρεπε το σύστημα των φόρων και τελών που επιτρέπει στους πλούσιους να δρουν ελεύθερα με ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία.

Στο πλαίσιο των σχέσεων εξουσίας που επικρατούν, όμως, αυτ
ή η πολιτική δεν ήταν η επιλογή. Οι νεοφιλελεύθεροι και οι κερδοσκόποι που συνέβαλαν περισσότερο στην πρόκληση της κρίσης είναι ακόμη στη θέση του οδηγού - ακόμη και όταν διαμορφώνονται τα μέτρα και οι λογαριασμοί αντιμετώπισης της κρίσης. Το αποτέλεσμα είναι ότι, για άλλη μια φορά, οι ζημιές κοινωνικοποιούνται ενώ τα κέρδη ιδιωτικοποιούνται. Έτσι, οι πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται εντείνουν περαιτέρω την κρίση. Τα συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού συστήματος έχουν προτεραιότητα. Όπως πολλοί έχουν επισημάνει, τα πακέτα διάσωσης της ΕΕ δεν έχουν σχεδιαστεί, κυρίως, για να σώσουν την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και άλλες χώρες που θα ακολουθήσουν, αλλά τις γερμανικές, γαλλικές και βρετανικές τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα από τα οποία οι χώρες αυτές είχαν δανειστεί τα χρήματα. Αν και αυτό που χρειάζεται είναι η τόνωση της οικονομίας, επενδύσεις σε υποδομές και σε παραγωγικές δραστηριότητες για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, καθώς και την ενίσχυση του δικτύου κοινωνικής ασφάλειας, γινόμαστε μάρτυρες του αντιθέτου.

Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης
για ότι συμβαίνει στην Ευρωπαϊκή ήπειρο είναι καθοριστικός. Το δημοκρατικό έλλειμμα, που είναι χτισμένο μέσα στα θεσμικά όργανα της ΕΕ, απέκτησε σε μεγάλο βαθμό αυτή τη μορφή και το περιεχόμενό κατά τη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης εποχής. Ως εκ τούτου κυριαρχείται από τα συμφέροντα του κεφαλαίου – του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου ειδικότερα. Με την Συνθήκη της Λισαβόνας, ο νεοφιλελευθερισμός ενσωματώθηκε στο σύνταγμα της ΕΕ ως το οικονομικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) - ευρέως γνωστά μαζι ως η τρόικα - μαζί με τις εθνικές κυβερνήσεις, χρησιμοποιούν την κρίση για να αναμορφώσουν περαιτέρω τις κοινωνίες για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Για παράδειγμα, το ΔΝΤ έχει συνταγογραφήσει τώρα τα ίδια μέτρα για τις χρεωμένες χώρες της ΕΕ οι οποίες μέχρι στιγμής έχουν τεθεί υπό καθεστώς αναγκαστικής διαχείρισης από το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όπως έχουν επιβληθεί στο παρελθόν στις αναπτυσσόμενες χώρες και τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης μέσω των λεγόμενων προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής. Αυτή είναι μια συνταγή για κατάθλιψη και κοινωνική κρίση.

Σε αυτή την εικόνα, η έλλειψη
εναλλακτικών πολιτικών από την αριστερά είναι εντυπωσιακή. Η σημερινή βαθιά ιδεολογική και πολιτική κρίση για την ευρεία αριστερά μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο στο πλαίσιο της μάλλον κοινωνικά ειρηνικής μεταπολεμικής περιόδου μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την ακμή του κοινωνικού κράτους πρόνοιας και την ύπαρξη ενός ταξικού συμβιβασμού μεταξύ των εργατών και του κεφαλαίου στην Ευρώπη. Αυτός ο ιστορικός συμβιβασμός ήταν το αποτέλεσμα μιας πολύ συγκεκριμένης ιστορικής εξέλιξης, στην οποία καπιταλιστικές δυνάμεις έδωσαν παραχωρήσεις στην καλά οργανωμένη εργατική τάξη στη Δυτική Ευρώπη για να αποσβέσει τον ριζοσπαστισμό του και να κερδίσει την υποστήριξη των εργαζομένων στον ψυχρό πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Ωστόσο, για το κυρίαρχο συνδικαλιστικό και εργατικό κίνημα, αυτά τα ιστορικά και συγκεκριμένα επιτεύγματα του σχημάτισαν, σταδιακά, τη βάση για μια γενικευμένη κοινωνική ιδεολογία εταιρικής σχέσης που γινόταν όλο και πιο απόμακρη από τις αναλύσεις των σχέσεων εξουσίας πάνω στην οποία είχε χτιστεί. Έτσι, αυτό οδήγησε επίσης σε μια ορισμένη αποπολιτικοποίηση και αποριζοσπαστικοποίηση του συνδικαλιστικού και εργατικού κινήματος. Ο ιστορικό ρόλος των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων έγινε η διαχείριση του ταξικού συμβιβασμού, αντί η κινητοποίηση της εργατικής τάξης για την περαιτέρω κοινωνική πρόοδο. Αυτό φαίνεται πολύ καθαρά από το γεγονός ότι η πολιτική και ιδεολογική κρίση χτύπησε αυτά τα πολιτικά κόμματα όταν ο ταξικός συμβιβασμός άρχισε να διαλύεται γύρω στο 1980 και οι καπιταλιστικές δυνάμεις ξεκίνησαν τη νεοφιλελεύθερη επίθεση τους.

Αυτό που είδαμε στην Ευρώπη τα τελευταία 30 χρόνια είναι κυβερνήσεις που έχουν κάποιο είδος νεοφιλελεύθερων πολιτικών είτε
ανοίκουν στη δεξιά, το κέντρο ή τις λεγόμενες κεντροαριστερές κυβερνήσεις. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στις χώρες μέλη της ΕΕ έχουν, χωρίς εξαίρεση, υποστηρίξει όλες τις νεοφιλελεύθερων συνταγματικές τροποποιήσεις της ΕΕ, και την κατασκευή της ενιαίας αγοράς η οποία στην πραγματικότητα έχει τον συστηματικό στόχο της απορρύθμισης, της ιδιωτικοποίησης και της υπονόμευσης των συνδικάτων και της κοινωνικής πρόνοιας. Τα λίγα παραδείγματα που έχουμε δει με πολιτικά κόμματα στα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας που υποστηρίζουν τις κυβερνήσεις ως εταίροι της Σοσιαλδημοκρατίας (το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα 1997-2002, η ιταλική Κομμουνιστική Επανίδρυση 2006-8, το Νορβηγικό Σοσιαλιστικό Αριστερό Κόμμα 2005-σήμερα) έχουν αποδειχθεί από αρνητικά μέχρι καταστροφικά. Κανένας από αυτούς δεν ήταν σε θέση να περιορίσουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και ως εκ τούτου έχουν χάσει την εμπιστοσύνη των εργαζομένων.
Οι περισσότερες από τις ευρωπαϊκές συνομοσπονδίες συνδικάτων είναι προσκολλημένες ακόμα σε αυτό που στη γλώσσα της ΕΕ ονομάζεται «κοινωνικός διάλογος». Ενεργούν δηλαδή ως εάν ο μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο ΙΙ ταξικός συμβιβασμός εξακολουθεί να είναι ανέπαφος και ότι η διμερής και η τριμερής συνεργασία μεταξύ των εργατών, του κεφαλαίου και του κράτους εξακολουθεί να είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για την προώθηση των συμφερόντων των εργαζομένων. Ότι ο ταξικός συμβιβασμός έχει έρθει στο τέλος του και ότι οι κοινωνικές δυνάμεις με τις οποίες ζητούν διάλογο επιτίθενται σε δημόσιες υπηρεσίες, τους μισθούς, τις συντάξεις και στα θεμελιώδη εργατικά δικαιώματα μέρα και νύχτα, δεν φαίνεται να αποδυναμώνει την πίστη των περισσότερες ευρωπαϊκών συνδικαλιστικών οργανώσεων στη συνεργασία των κοινωνικών εταίρων και του κοινωνικού διαλόγου ως το κύριο δρόμο προς τα εμπρός.

Οι τεράστιες πολιτικές λιτότητας και
οι επιθέσεις κατά των συνδικάτων είναι, κοινωνικά και πολιτικά μιλώντας, ένα θανάσιμο κοκτέιλ και τα ιστορικά στοιχεία, ειδικά στην Ευρώπη, είναι εξαιρετικά τρομακτικά. Εν πάση περιπτώσει, η κοινωνική πάλη και ο αγώνας για την κοινωνική πρόνοια στην Ευρώπη εισέρχεται σε μια νέα φάση. Η κρίση πολώνει τις διαφορές και προκαλεί αντιπαραθέσεις ιδιαίτερα σε τοπικό και εθνικό επίπεδο. Οι γενικές απεργίες είναι πίσω στην ημερήσια διάταξη της Ένωσης σε πολλές χώρες, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, όπου ο πληθυσμός εκτίθεται σε δρακόντεια μέτρα που απειλούν τις γενικές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες διαβίωσής του. Στην Πορτογαλία, την Ιταλία, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιρλανδία και τη Μεγάλη Βρετανία έχουν επίσης πραγματοποιηθεί γενικές απεργίες και μαζικές διαδηλώσεις αν και με διαφορετικούς βαθμούς ένταση. Η έκβαση αυτών των αγώνων είναι, όμως, εξαιρετικά αβέβαιη. Το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, όπως το γνωρίζαμε από την περίοδο της ακμής του έχει, εν πάση περιπτώσει, εγκαταλειφθεί στην πραγματικότητα από τις ευρωπαϊκές ελίτ, ακόμη και αν η ίδια ρητορική συνεχίζεται.

Μια λύση για την κρίση, που βασίζεται στην αλληλεγγύη, θα απαιτήσει μαζική κινητοποίηση, προκειμένου να αλλάξει την ισορροπία δυνάμεων στην κοινωνία. Μόνο αν το συνδικαλιστικό και εργατικό κίνημα είναι αρκετά ισχυρ
ό ώστε να αποτελέσει απειλή για την υφιστάμενη οικονομική τάξη, οι κερδοσκόποι και οι πολιτικών υπάλληλοι τους, θα αρχίσουν να υποχωρούν. Αυτός είναι ο λόγος που η υποστήριξη σε εκείνους που τώρα αγωνίζονται να περιορίσουν την πολιτική των περικοπών είναι τόσο ζωτικής σημασίας. Η αναδιάρθρωση της πολιτικής αριστεράς φαίνεται να είναι μέρος αυτού του έργου. Είτε το συνδικαλιστικό και εργατικό κίνημα θα καταφέρει να υπερασπιστεί την κοινωνική πρόοδο που έχει επιτευχθεί μέσω του κράτους πρόνοιας ή κινδυνεύει να μείνει με μια δεξιά αυταρχική και κοινωνικά υποβαθμισμένη Ευρώπη. Μεγάλο μέρος της κοινωνικής προόδου του περασμένου αιώνα βρίσκεται πλέον σε κίνδυνο.